- ἐπιμηχανήσεως
- ἐπιμηχανήσεω̆ς , ἐπιμηχάνησιςdevicefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμηχάνησις — ἐπιμηχάνησις, ἡ (Α) 1. δόλιο σχέδιο εναντίον κάποιου 2. φρ. «ἐξ ἐπιμηχανήσεως» επίτηδες, με κακό σκοπό … Dictionary of Greek